- οἰκτρᾶς
- οἰκτρόςpitiablefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκτράς — οἰκτρά̱ς , οἰκτρός pitiable fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικτρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ οικτρός, ά, όν) 1. (για πρόσ.) αυτός που κινεί τον οίκτο, αξιολύπητος («δοξάσει τις ἀκούειν ὄπα τᾱς Τηρεΐας μήτιδος οἰκτρᾱς ἀλόχου», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα και καταστάσεις) αξιοθρήνητος («ἕτερα πεπόνθαμεν οἰκτρότερα», Ηρόδ … Dictionary of Greek
смерд — род. п. а, укр., блр. смерд, блр. смердзь крестьянин , др. русск. смьрдъ крестьянин (РП 54 и сл.), ст. слав. смръдъ οἰκτρᾶς τύχης (Супр.), польск. smard (Брюкнер 533), диал. smierdz крестьянин , далеминцское smurdi мн. (грам. 1057 г.; см. Пайскер … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
πολυφάνταστος — η, ο / πολυφάνταστος, ον, ΝΑ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που διαθέτει μεγάλη… … Dictionary of Greek